φωτοτυπικός

φωτοτυπικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοτυπία (βλ. λ.): Φωτοτυπικό μηχάνημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φωτοτυπικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοτυπία («φωτοτυπικό μηχάνημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτοτυπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Σπ. Π. Λάμπρο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”